συρομένῃ

συρομένῃ
σῡρομένῃ , σύρω
draw
pres part mp fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συρομένη — σῡρομένη , σύρω draw pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • влещи — ВЛЕ|ЩИ (130), КОУ, ЧЕТЬ гл. 1.Волочить по земле, тащить волоком: ид˫ахоу влекоуще оужи же великыими СкБГ XII, 25в; и изнесъше оужа и влѣкоша ракоу на мѣсто ||=своѥ. (εἵλκουσαν) КЕ XII, 247 248; то же ПНЧ XIV, 191а; нозѣ оузами нѣкыми стѩгноувъша …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • RHEGIUM — I. RHEGIUM extremum agri Brutii versus Occidentem oppid. cognomentô Iulium. Ptolem. Σκύλλαιον ἄκρον, Ρ῾ήγιον Ι᾿ούλιον, Λευκόπετρα ακρα. Vulgo nunc incolis, et elegantius loquentibus, Reggio dicitur. Mela adversô itinere incedens, l. 2. c. 4.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ατμοβαλβίδα — η βαλβίδα συρόμενη ή άλλου τύπου, με τη βοήθεια της οποίας ρυθμίζεται η παροχή ατμού …   Dictionary of Greek

  • βυθοκόρος — Μηχανικό συγκρότημα για την εκτέλεση εκσκαφών μεγάλης έκτασης σε πετρώματα μαλακά ή κατατεμαχισμένα (άμμος, χαλίκια, άργιλος, λάσπη κλπ.). Υπάρχουν διάφοροι τύποι τέτοιων μηχανημάτων, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες της θέσης των υλικών και… …   Dictionary of Greek

  • ζευκτός — και ζευτός, ή, ό (Α ζευκτός, ή, όν) αυτός που μπορεί να ζευχθεί ή αυτός που έχει ζευχθεί («ζευκτοὶ βόες», Ιωάνν. Χρυσ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ζευκτό(ν) και ζευτό (στις οικοδομές) ο τριγωνικός σκελετός τής στέγης που αποτελείται από συναρμογή …   Dictionary of Greek

  • ακουαφόρτε — I (ιταλ. acquaforte,γαλλ. eau forte). Ειδική μέθοδος χαρακτικής σε μέταλλο. Ονομάζεται επίσης α. και το έργο που έχει εκτελεστεί με τη μέθοδο αυτή. Στην α. οι γραμμές είναι σαφέστατα διαχωρισμένες η μία από την άλλη και μπορούν να γίνουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”